-
1 καπνός
καπνός, ὁ, der Rauch, Dampf; κνίση δ' οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ Il. 1, 317; ἱέμενος καὶ καπνὸν ἀποϑρώσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Od. 1, 58; κνισσᾶς Pind. I. 3, 84, öfter; Tragg. u. in Prosa, auch übertr., καπνὸς μέλας γενοίμαν Aesch. Suppl. 760; καπνοῦ σκιά Soph. Phil. 934 Ant. 1155, was B. A. 48 durch οὐδέν erklärt wird; vgl. Eur. πολλῶν γραμμάτων τιμᾶν καπνούς, Hipp. 954; περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Ar. Nubb. 329; καπνὸν καὶ φλυαρίαν ἡγεῖται Plat. Rep. IX, 581 d, wie auch wir sagen: blauer Dunst.
См. также в других словарях:
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
στενολεσχώ — έω, Α [στενολέσχης] πραγματεύομαι κάτι με τρόπο σοφιστικό, με πανουργίες («λεπτολογεῑν ήδη ζητεῑ καὶ περὶ καπνοῡ στενολεσχεῑν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek